ἐνδιατίθημι

Greek (Liddell-Scott)

ἐνδιατίθημι: διατίθημι ἐν, Πλωτῖνος ΙΙ. 943, 12.

Spanish (DGE)

1 colocar dentro en v. pas. ἐνδιετέθη παγίδεσιν ὀλέθρια δείλατα δοίαις Opp.(?) en Zonar.s.u. δέλεαρ.
2 en v. med. exponer, dejar patente ἱεροὺς περιβόλους οἷς ἐνδιαθήσονται τὸ εὐχάριστον Ph.2.524
lit., abs. explicarse, expresarse, exponer c. πρός y ac. μᾶλλον γὰρ ἐνδιατιθέμεθα πρὸς τοὺς ἐγκατασκεύους λόγους pues nos expresamos mejor en elaborados discursos Sch.D.19.112.