ἐννεάπους

English (LSJ)

ποδος, ὁ, ἡ, nine feet long, λίθος Milet.7.57 (Didyma).

Spanish (DGE)

-ουν
metrol. que mide nueve pies, de nueve pies de largo σανίδες ... μῆκος ἐννεάποδες IEleusis 177.231 (IV a.C.) cf. Didyma 25B.14 (III a.C.), δύναμις Anon.in Tht.34.30, cf. Sch.Euc.12.43.

German (Pape)

[Seite 847] οδος, neunfüßig, Hesych.

Greek Monolingual

ἐννεάπους, -ουν (Α)
επιγρ. αυτός που έχει μήκος εννέα ποδών.