ἐνσχίζω

English (LSJ)

split or rend asunder, λεοντῆν Tz.H.7.63.

Spanish (DGE)

partir, rasgar τοῖς ὄνυξι τὴν λεοντήν Tz.H.7.59, cf. Gloss.2.300, en v. pas., Aristarch. en Orio 96.28.

German (Pape)

[Seite 853] einspalten, Tzetz.; – ἔνσχιστος, eingespalten, = σχιστός, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνσχίζω: σχίζω εἰς δύο. τοῖς ὄνυξι τὴν λεοντῆν ἐνσχίσας Τζέτζ. Ἱστ. 7. 64.

Greek Monolingual

ἐνσχίζω (Μ) σχίζω
σχίζω με κάτι.