ἐξέπτη

English (LSJ)

3sg. aor. 2 Act. of ἐκπέτομαι, Hes.Op.98.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξέπτη: γ΄ ἑν. ὁριστ. ἀορ. β΄ ἐνεργ. τοῦ ἐκπέτομαι, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 98.