ἐξαλίπτης

English (LSJ)

f.l. for ἐξαλείπτης (q.v.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐξᾰλίπτης: πλημμελὴς γραφὴ ἀντὶ ἐξαλείπτης, ἴδε τὴν λέξιν.