ἐξαμβλώσκω
English (LSJ)
(v.l. ἐξαμβλώττω), = ἐξαμβλόω, Dsc.2.164.
Spanish (DGE)
medic.
1 abortar ἐγκύμων γυνή Dsc.2.164.1, de aves Gp.14.11.3.
2 provocar el aborto, hacer abortar ποθέντες ... κόκκοι μετ' ὀξυκράτου ἐξαμβλώσκουσι Dsc.2.166.2.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
ἐξαμβλώσκω: ἐξαμβλόω, Διοσκ. 2. 196· ἐξαμβλώττω, αὐτόθι 194.
Greek Monolingual
ἐξαμβλώσκω (AM)
Α και ἐξαμβλώττω) αμβλώσκω
προκαλώ εξάμβλωση.