ἐξαρκής

English (LSJ)

ἐξαρκές, enough, sufficient, πλοῦτος ἐ. δόμοις A.Pers.237 (troch.); τἄνδον ἐξαρκῆ τιθέναι put in order, S.Tr.334.

Spanish (DGE)

-ές
• Grafía: acent. ἔξαρκες Lib.Decl.20.10
1 ref. cantidad suficiente, bastante πλοῦτος ἐ. δόμοις; ¿hay en las casas riqueza suficiente? A.Pers.237.
2 ref. cualidad suficiente, correcto, que está en orden ἐγώ τε τἄνδον ἐξαρκῆ τιθῶ mientras que yo pongo en orden lo de dentro S.Tr.334, τοῦτο ἔξαρκες τὸ προελέσθαι Lib.l.c.

German (Pape)

[Seite 872] ές, aus-, hinreichend; πλοῦτος ἐξαρκὴς δόμοις Aesch. Pers. 233; ὡς ἐγὼ δὲ τἄνδον ἐξαρκῆ τιθῶ, daß ich Alles im Hause gehörig besorge, Soph. Tr. 333.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
suffisant.
Étymologie: ἐξαρκέω.

Russian (Dvoretsky)

ἐξαρκής: достаточный (πλοῦτος ἐ. δόμοις Aesch.): ἐξαρκές τι τιθέναι Soph. приводить в порядок что-л.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξαρκής: -ές, ἀρκετός, ἱκανός, πλοῦτος ἐξ. δόμους Αἰσχύλ. Πέρσ. 237· ὡς... τἄνδον ἐξαρκῆ τιθῶ, ὅπως βάλω εἰς τάξιν τὰ ἔνδον, Σοφ. Τρ. 334.

Greek Monolingual

ἐξαρκής, -ές (Α)
1. ικανός, αρκετός, επαρκής («πλοῦτος ἐξαρκής δόμοις», Αισχύλ.)
2. φρ. «ἐξαρκὲς τίθημί τι» — βάζω σε τάξη κάτι, ρυθμίζω, τακτοποιώ κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + -αρκής, πρβλ. επ-αρκής (< άρκος)].

Greek Monotonic

ἐξαρκής: -ές, αρκετός, ικανός, επαρκής, σε Αισχύλ., Σοφ.

Middle Liddell

ἐξαρκής, ές [from ἐξαρκέω adj
enough, sufficient, Aesch., Soph.

English (Woodhouse)

enough