ἐπίκνισις

English (LSJ)

-εως, ἡ, scratching on the surface, Thphr. CP 5.2.4.

German (Pape)

[Seite 951] ἡ, das Aufritzen, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίκνῐσις: -εως, ἡ, τὸ ἐξ ἐπιπολῆς ξύειν τι, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 2, 4.

Greek Monolingual

ἐπίκνισις, ἡ (Α) επικνίζω
επιφανειακό ξύσιμο.