ἐπίπικρος

English (LSJ)

ἐπίπικρον, somewhat bitter, Thphr. HP 6.4.10.

German (Pape)

[Seite 969] etwas bitter, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίπικρος: -ον, κἄπως πικρός, Ἰωσήπου κατὰ Ἀπίωνος 2. 38 (διάφ. γραφ. ἐπὶ μικρόν).

Greek Monolingual

ἐπίπικρος, -ον (Α) πικρός
1. ο κάπως πικρός
2. μτφ. ο κάπως οξύς.