ἐπίσταξις

English (LSJ)

-εως, ἡ, f.l. for στάξις in Hp.Prorrh.1.148.

German (Pape)

[Seite 982] ἡ, das Darauftröpfeln; wiederholtes Tröpfeln, bes. Nasenbluten, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίσταξις: -εως, ἡ, αἱμορραγία ῥινὸς (ἡ λέξις φαίνεται ἐφθαρμένη), Ἱππ. 80. 18· πρβλ. ἐπιστάζω ἐν τέλει.