ἐπαίτια

Greek (Liddell-Scott)

ἐπαίτια: τά, = προστιμήματα, πρόσθετος ποινὴ ἐπιβαλλομένη ὑπὸ τοῦ δικαστηρίου, Σόλων παρὰ Πολυδ. Η΄, 22, Δημ. 735. 5· πρβλ. προστιμάω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπαίτια: τά наказания по суду Dem.