ἐπείσιον

English (LSJ)

v. ἐπίσιον.

German (Pape)

[Seite 912] τό, = ἐπίσειον, Lycophr. 1385.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπείσιον: τό, = ἐπίσειον, Λυκόφρ. 1385.

Greek Monolingual

ἐπείσιον, το (Α)
το επίσειον, η περιοχή του εφηβαίου.