ἐπεμβάτης

English (LSJ)

[ᾰ], ου, ὁ,
A one mounted, ἵππων ἐπεμβάται E.Ba.782: abs., horseman, Anacr.75.6; also ἁρμάτων ἐπεμβάται E.Supp.585: abs., ib.685.
II one who walks on or in, ἐπεμβάται ἴχνεσι κούφοις Orph.H.31.3.

German (Pape)

[Seite 915] ὁ, der Besteiger, ἁρμάτων Eur. Suppl. 585, ἵππων Bacch. 782, ἔνθ' ἅρματ' ἠγωνίζεθ' οἵ τ' ἐπεμβάται Suppl. 865; ἴχνεσι κουφοῖς, mit leichtem Tritt einhergehend, Orph. H. 30, 3.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui est monté sur, gén..
Étymologie: ἐπεμβαίνω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπεμβάτης: ου (ᾰ) ὁ взобравшийся (на что-л.), сидящий (на чем-л.): ἵππων ἐπεμβάται Eur. всадники; ἁρμάτων ἐπεμβάται Eur. сидящие на повозках седоки, т. е. воины, сражающиеся с колесниц.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπεμβάτης: ᾰ, ου, ὁ ἀναβάτης, ἵππων ἐπεμβάται Εὐρ. Βάκχ. 782· καὶ ἀπολ., ἱππεὺς Ἀνακρ. 75: ― ὡσαύτως, ἁρμάτων ἐπεμβάτης Εὐρ. Ἱκ. 585· καὶ ἀπολ., αὐτόθι 685. ΙΙ. ἐπεμβάται ἴχνεσι κούφοις, οἱ βαίνοντες κούφοις βήμασι, Ὀρφ. Ὕμν. 31. 3.

Greek Monolingual

ἐπεμβάτης και ἐπεμβατήρ, ο (Α) επεμβαίνω
1. αναβάτης («ἵππων... ἐπεμβάτας», Ευρ.)
2. ιππέας
3. φρ. «ἐπεμβάται ἴχνεσι κούφοις» — αυτοί που πατούν ανάλαφρα.

Greek Monotonic

ἐπεμβάτης: [ᾰ], -ου, ὁ, αναβάτης, με γεν., σε Ευρ.

Middle Liddell

ἐπ-εμβᾰ́της, ου,
one mounted, c. gen., Eur.

English (Woodhouse)

one riding in a chariot