ἐπεντέλλω
English (LSJ)
command besides, S.Ant.218:—Med., enjoin, PMag.Par.1.2075.
German (Pape)
[Seite 915] noch dazu auftragen, Soph. Ant. 218, τινί τι.
French (Bailly abrégé)
commander en outre.
Étymologie: ἐπί, ἐντέλλω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπεντέλλω: (сверх того) приказывать: τί δῆτ᾽ ἂν ἄλλο τοῦτ᾽ ἐπεντέλλοις ἔτι; Soph. что еще другое ты прикажешь?
Greek (Liddell-Scott)
ἐπεντέλλω: προσέτι παραγγέλλω, διατάττω, τί δῆτ’ ἂν ἄλλο τοῦτ’ ἐπεντέλλεις ἔτι; Σοφ. Ἀντ. 218.
Greek Monolingual
ἐπεντέλλω (Α)
διατάζω, παραγγέλλω επί πλέον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εν + τέλλω «εγείρω»].
Greek Monotonic
ἐπεντέλλω: μέλ. -τελῶ, παραγγέλλω, διατάζω επιπλέον, σε Σοφ.