ἐπιγεραίρω
English (LSJ)
give honour to, τινά X.Cyr.8.6.11.
German (Pape)
[Seite 932] belohnen, Xen. Cyr. 8, 6, 11.
French (Bailly abrégé)
combler d'honneurs.
Étymologie: ἐπί, γεραίρω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιγεραίρω: осыпать почестями, награждать (τὸν καλόν τι ποιοῦντα Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιγεραίρω: γεραίρω, τιμῶ τινα ἐπί τινι, τὸν καλόν τι ποιοῦντα… ἐπιγεραίρειν Ξεν. Κύρ. 8. 6, 11.
Greek Monolingual
ἐπιγεραίρω (Α)
τιμώ κάποιον για κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + γεραίρω «τιμώ»].