ἐπιδήμησις
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 937] ἡ, die Ankunft u. der Aufenthalt eines Fremden, τῆς εἰς Σικελίαν ἐμῆς ἐπιδημήσεως Plat. Epist. VII, 330 b.
Greek Monolingual
ἐπιδήμησις, ἡ (Α) επιδημώ
προσωρινή παραμονή ξένου σε έναν τόπο.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιδήμησις: εως ἡ прибытие (в чужую страну) или пребывание (в чужой стране) (εἰς Σικελίαν Plat.).