ἐπιδιατρίβω

English (LSJ)

[ρῑ], spend time on, χρόνον τῇ γεύσει Thphr. De Odoribus 11; spend, ἡμέρας τρεῖς J.AJ11.5.2, cf.Hdn.2.11.1; ἐπιδιατρίψας dwelling on it, Arist.Mete.371a23.

German (Pape)

[Seite 937] dabei verweilen, Arist. meteor. 3, 1; τινί; Theophr. u. Sp.

Greek Monolingual

ἐπιδιατρίβω (Α)
παραμένω κάπου για ένα χρονικό διάστημα («έπιδιατρίβειν τῷ τόπῳ»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δια-τρίβω «μένω»].

Russian (Dvoretsky)

ἐπιδιατρίβω: (ρῑ) проводить время: ἐπιδιατρίψας Arst. по прошествии известного времени.