ἐπιζέφυρος

English (LSJ)

ἐπιζέφυρον, towards the west, western, Euph.121: the Italian Locrians were called Ἐπιζεφύριοι, Hdt.6.23, etc., f.l. in Pi.O.10.13.

German (Pape)

[Seite 941] gegen Abend gelegen, Euphorio bei St. B. v. Δύμη.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
situé au couchant.
Étymologie: ἐπί, ζέφυρος.

Greek Monolingual

ἐπιζέφυρος, -ον (Α) ζέφυρος
αυτός που βρίσκεται προς τον ζέφυρο, ο δυτικός.

Greek Monotonic

ἐπιζέφῠρος: -ον, αυτός που έχει κατεύθυνση προς τη δύση, δυτικός· οι Λοκροί της Ιταλίας αποκαλούνταν Ἐπιζεφύριοι, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

ἐπι-ζέφῠρος, ον
towards the west:—the Italian Locrians were called Ἐπιζεφύριοι, Hdt.