ἐπιλαγχάνω
English (LSJ)
pf. (v. infr. ΙΙ):—
A succeed another in an office on a vacancy, οὔτε λαχὼν οὔτ' ἐπιλαχών Aeschin.3.62, D.58.29; ἐ. τινὶ βουλῆς succeed him in the Council, Pl.Com.167, cf. 166.5.
2. obtain, have allotted to one, εὐδαιμονίας Ph.1.629, al.
II. fall to one's lot next, ἐπιλέλογχε πύματον.. γῆρας S.OC1235 (lyr.); ἐπιλαχόντα τινὶ πράγματα PMon.6.50, cf. 7.45 (vi A.D.).
German (Pape)
[Seite 955] (s. λαγχάνω), noch dazu zu Teil werden, τό τε κατάμεμπτον ἐπιλέλογχε πύματον γῆρας Soph. O. C. 1237, das Alter kommt dazu. – Gew. durch das Loos in die Stelle eines Andern, der etwa in der δοκιμασία verworfen wurde oder starb, zu einem Amte erwählt werden, VLL., bes. Harpocr.; εἰσέρχεται βουλευτὴς οὔτε λαχὼν οὔτε ἐπιλαχών, noch als Stellvertreter, Aesch. 2, 62; Dem. 58, 29.
French (Bailly abrégé)
f. ἐπιλήξομαι, ao.2 ἐπέλαχον, pf. ἐπιλέλογχα;
1 échoir en partage par le sort;
2 obtenir par le sort et à la suite de, càd être désigné par le sort pour succéder.
Étymologie: ἐπί, λαγχάνω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιλαγχάνω: (fut. ἐπιλήξομαι, aor. 2 ἐπέλαχον, pf. ἐπιλέλογχα)
1 (впоследствии, затем) выпадать на долю, становиться (чьей-л.) участью: τό τε κατάμεμπτον ἐπιλέλογχε πύματον γῆρας Soph. и вот пришла (тж. в знач. praes. приходит) в конечном счете тягостная старость;
2 (после кого-л.) получать по жребию, быть по жребию назначаемым Dem.: οὔτε λαχών, οὔτ᾽ ἐπιλαχών Aeschin. не будучи избран ни по основному жребию, ни по дополнительному.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιλαγχάνω: μέλλ. -λήξομαι, μοὶ πίπτει ὁ κλῆρος μετ’ ἄλλον τινά, «λαχαίνω δεύτερος» οὔτε λαχὼν οὔτ’ ἐπιλαχὼν Αἰσχίν. 62. 31· «ἔοικε τὸ γιγνόμενον τοιοῦτον εἶναι· ἐκληροῦντο οἱ βουλεύειν ἢ ἄρχειν ἐφιέμενοι, ἔπειτα ἑκάστῳ τῶν λαχόντων ἕτερος ἐπελάγχανεν, ἵν’ ἐὰν ὁ πρῶτος λαχὼν ἀποδοκιμασθῇ ἢ τελευτήσῃ ἀντ’ ἐκείνου γένηται βουλευτὴς ὁ ἐπιλαχὼν αὐτῷ» (Ἁρποκρ.), Δημ. 1331. 5. ὅτι πονηρῷ καὶ ξένῳ ἐπέλαχες ἀνδρὶ Πλάτ. Κωμ. ἐν «Ὑπερβόλῳ» 3. 4, πρβλ. καὶ Ἁρποκρ. ΙΙ. πίπτω προσέτι εἰς τὸ μερίδιόν τινος, ἐπιλέλογχε πύματον... γῆρας Σοφ. Ο. Κ. 1235 (ἔνθα ἕτεροι ἑρμηνεύουσιν: ἔχει ὡς κλῆρον ἢ μερίδιον· ἀλλ’ ἴδε λαγχάνω IV).
Greek Monolingual
(AM ἐπιλαγχάνω)
νεοελλ.
(η μτχ. αορ. β’ ως επίθ.) επιλαχών, -ούσα, -όν
αυτός που βρίσκεται μετά τον τελευταίο επιτυχόντα σε εξετάσεις ή εκλογές («πρώτος επιλαχών»)
αρχ.-μσν.
κληρώνομαι, πέφτω στο μερίδιο κάποιου («το τε κατάμεμπτον ἐπιλέλογχε... γῆρας», Σοφ.)
αρχ.
1. κληρώνομαι ως αναπληρωτής κάποιου («οὔτε λαχὼν οὔτ’ ἐπιλαχών», Αισχίν.)
2. παίρνω ως κλήρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + λαγχάνω «τυχαίνω»].
Greek Monotonic
ἐπιλαγχάνω: μέλ. -λήξομαι,
I. κληρώνομαι έπειτα από κάποιον άλλο, σε Αισχίν.
II. παρακ. ἐπι-λέλογχα, πέφτω εν συνεχεία στο μερίδιο κάποιου, σε Σοφ.
Middle Liddell
fut. -λήξομαι
I. to obtain the lot, to succeed another, Aeschin.
II. perf. ἐπι-λέλογχα, to fall to one's lot next, Soph.