ἐρράγην

French (Bailly abrégé)

ao.2 Pass. de ῥήγνυμι.

Greek Monotonic

ἐρράγην: [ᾰ], Παθ. αορ. βʹ του ῥήγνυμι.

Russian (Dvoretsky)

ἐρράγην: (ᾰ) aor. 2 pass. к ῥήγνυμι.