ἐφέλκω

English (LSJ)

Ion. ἐπέλκω, A fut. ἐφέλξω E.HF632: aor. 1 inf. ἐφελκύσαι Thphr. Char.30.10:—Med., fut. ἐφελκύσομαι A.D.Synt.50.21: aor. 1 part. ἐφελκυσάμενος Thphr. CP 5.1.10: (Hom. only in Med. and Pass., v. infr. ΙΙ, III):—drag or trail after one, ἐ. τὰς [οὐράς], of long-tailed sheep, Hdt.3.113; ἵππον ἐκ τοῦ βραχίονος ἐ. to lead a horse by a rein upon the arm, Id.5.12; ναῦς ὣς ἐφέλξω will take in tow, E. l.c., cf. Th.4.26; ἐ. ξύλον, of a log tied to the leg, Polyzel.3; τὰ ὀπίσθια σκέλη ἐφέλκουσιν ἐπὶ τὰ ἐμπρόσθια drag forward, in the disease of horses called εἰλεός, Arist.HA604b1; τὰς ὁπλὰς καὶ τὰ ἰσχία ἐ. draw them up, ib.18, cf. Hippiatr.121.
2 bring on, bring in its train (v. infr. 111.4), πολλὰς ἐφέλκων ξυμφοράς E.Med. 552, cf. Ion1149, HF 776 (lyr.); ἄλλην αἴσθησιν μετὰ τοῦ λογις μοῦ Pl.Phd. 65e:—Med., AP10.37 (Luc.).
3 draw or drink off, E.Cyc.151.
4 ἐ. πλείους ἡμέρας delay for several days, Thphr. Char. l. c.:—Pass., τὰ ἐφελκόμενα = arrears of payment, PPetr.3p.151 (iii B. C.), cf. PSI4.350.4 (iii B.C.), UPZ50.33 (ii B.C.); ἐφέλκεται τῷ Φιλίππῳ he is in arrears of tax-payments to P. (the tax-collector), PPetr.2p.108 (iii B.C.).
II Pass., ἐφελκομένοισι πόδεσσιν with feet trailing after him, of one who is dragged lifeless away, Il.23.696; τὸ δ' ἐφέλκετο μείλινον ἔγχος 13.597; ὁ λίθος ὄπισθε ἐπελκόμενος dragging behind (the boat), Hdt. 2.96; of camels, Id.3.105; also οἱ ἐπελκόμενοι the stragglers of an army, Id.4.203; ἐπελκομένη προθυμία = lagging, tardy, Plb.9.40.2.
2 to be attracted, ῥείθροισιν h.Hom.19.9; μηδὲ.. τούτῳ ἐφέλκεσθαι be not led away by this argument, Th.1.42.
III Med. like Act., drag after one, χωλαίνει καὶ ἐφέλκεται (sc. τὸν πόδα) Pl.Lg.795b, cf. Antip.Stoic.3.256; τἆλλα Pl.R. 544e.
2 draw to oneself, attract, αὐτὸς γὰρ ἐφέλκεται ἄνδρα σίδηρος the very sight of iron (i.e. arms) draws men on, i.e. tempts them to use them, Od. 16.294, 19.13; ὕδωρ ἐπ' ἑωυτὸν ὁ ἥλιος ἐ. Hdt.4.50; ἐ. τινὰ πρός τι Plb.9.1.3; of flowers, ἠϊθέας ἐφελκόμεναι χροιῇσι Nic.Fr.74.65; κάλλεϊ.. πάντας ἐ. APl.4.288 (Leont.).
3 draw or pull to, τὴν θύραν ἐφελκύσασθαι Luc. Am.16; προστίθησι τὴν θύραν καὶ τὴν κλεῖν ἐφέλκεται Lys.1.13; ἐ. ὀφρῦν to frown, AP7.440 (Leon.); ἐ. κατὰ τῆς κεφαλῆς τὸ ἱμάτιον Plu.Caes.66, cf. Pomp.79.
4 bring on consequences, πόλλ' ἐφέλκεται φυγὴ κακά E.Med. 462; ὃ καὶ σίδηρον ἀγχόνας τ' ἐ. Id.Fr.362.26, cf. Hp.Decent.1; κινδύνους Isoc. Ep.4.6; τοὔμπαλιν οὗ βούλονται ἐ. X.Cyr.8.4.32.
5 claim for oneself, assume, ἀλλότριον κάλλος Pl.Grg. 465b; Μοῦσαν ὀθνείην AP9.434 (Theoc., = p.xvi W.).
6 drag behind one as inferior, i.e. surpass, τινὰ κάρτεϊ A.R.1.1162.
7 Gramm., attract to the close of a word, τὸ νῦ δἰ εὐφωνίαν Demetr.Eloc.175, cf. Eust.52.19.
8 ἐ. ἄσθμα draw a deep breath, Philostr.Im.2.22.

German (Pape)

[Seite 1114] (s. ἕλκω), ion. ἐπέλκω, heran-, herbeiziehen, schleppen; ναῦς δ' ἃς ἐφέλξω Eur. Cycl. 151; ἥλιος ἐφέλκων λαμπρὸν Ἑσπέρου φάος Ion 1149, hinterherziehen, wie ἐκ τοῦ βραχίονος τὸν ἵππον Her. 5, 12; οὐράς, nachschleppen, 3, 113; καλωδίῳ ἐν ἀσκοῖς ἐφέλκοντες μήκωνα Thuc. 4, 26; κατὰ τὰς πρύμνας τῶν λέμβων ἐφέλκειν διενοοῦντο τοὺς ἵππους νέοντας Pol. 3, 43, 4; τὰ ὀπίσθια σκέλη ἐφέλκουσιν ἐπὶ τὰ πρόσθια, sie ziehen sie an die Vorderfüße heran, Arist. H. A. 8, 24. Übertr., ὁ χρυσὸς φρονεῖν βροτοὺς ἐξάγεται δύνασιν ἄδικον ἐφέλκων, herbeiführend, Eur. Herc. F. 777; ξυμφοράς Med. 552; αἴσθησιν Plat. Phil. 95 e; μηδὲ τούτῳ ἐφέλκεσθε, laßt euch dadurch nicht verlocken, Thuc. 1, 42. – Häufiger im med. an sich heranziehen, mit sich fortschleppen, ἔγχος, die in der Wunde steckende Lanze mit sich schleppen, Il. 13, 597, a. D., wie Ap. Rh. 1, 1162; ἡμᾶς ἐφελκόμενοι Plat. Crat. 439 c; τὴν κλεῖν, den Schlüssel abziehen u. mit sich nehmen, Lys. 1, 13; τὴν θύραν, die Thür hinter sich anziehen, Luc. am. 16 u. a. Sp.; – übh. anziehen, eigentlich u. übertr., ἐφέλκεται ἄνδρα σίδηρος, das Eisen zieht den Mann an sich, Od. 16, 294. 19, 13; ἐφέλκεται τὸ ὑργόν Tim. Locr. 102 a; πόλλ' ἐφέλκεται φυγὴ κακὰ ξὺν αὑτῇ, bringt mit sich, Eur. Med. 462; sich aneignen, τοὔμπαλιν οὗ βούλονται Xen. Cyr. 8, 4, 32; Μοῦσαν ὀθνείην Theocr. ep. 22, 4; – πόδες ἐφελκόμενοι, Il. 23, 696, sind nachschleppende, gelähmt nachschleifende Füße; so vrbdt Plat. Legg. VII, 795 b χωλαίνει καὶ ἐφέλκεται. Bei Her. sind οἱ ἐφελκόμενοι die Nachzügler, 3, 105. 4, 203; Pol. 5, 80, 2, der auch ἐφελκομένη καὶ καθυστεροῦσα ἐπικουρία vrbdí, 9, 40, 2.

French (Bailly abrégé)

f. ἐφέλξω, ao. ἐφείλκυσα;
1 tirer vers : τὰς οὐράς HDT traîner leur queue en parl. de brebis à longue queue ; ἵππον HDT tirer un cheval en tenant la bride sous le bras;
2 traîner à sa suite, entraîner : τὸ δ' ἐφέλκετο ἔγχος IL la javeline restait attachée (à sa main);
3 attirer ; Pass. être attiré;
Moy. ἐφέλκομαι;
I. tr. 1 tirer à soi, attirer, acc.;
2 tirer à sa suite, entraîner ; fig. πολλοὺς κινδύνους ISOCR beaucoup de dangers;
II. intr. se traîner avec peine : οἱ ἐπελκόμενοι (ion.) les traînards d'une armée.
Étymologie: ἐπί, ἕλκω.

Russian (Dvoretsky)

ἐφέλκω: и (только в aor.) ἐφελκύω, ион. ἐπέλκω (fut. ἐφέλξω, aor. ἐφείλκυσα)
1 тянуть, тащить, волочить (τὰς οὐράς Her.; καλωδίῳ τι Thuc.): ἵππον ἐκ τοῦ βραχίονος ἐ. Her. вести коня в поводу;
2 med. притягивать, подтягивать (τὰ ὀπίσθια σκέλη ἐπὶ τὰ πρόσθια Arst.): τὴν θύραν ἐφελκύσασθαι Luc. затворить дверь;
3 med. увлекать за собой, похищать (γυναῖκα ἄκουσαν Plut.);
4 притаскивать, приносить (ποτῆρ᾽ ἀσκοῦ μέτα Eur.);
5 med. вытягивать, извлекать (τὸ ὑγρὸν ἐκ τῆς γῆς Arst.; τὴν στρατιὰν ἐκ τῶν στενῶν Plut.): τὴν κλεῖν ἐ. Lys. вынуть (и унести) ключ;
6 med. натягивать (κατὰ τῆς κεφαλῆς τὸ ἱμάτιον Plut.);
7 стягивать, т. е. хмурить (ὀφρῦς Anth.);
8 med. (sc. τὸν πόδα) волочить ногу (χωλαίνειν καὶ ἐ. Plat.);
9 (тж. ἐ. ξὺν αὑτῷ Eur.) влечь за собой, приводить с собой, порождать (πολλὰς ξυμφοράς, med. πολλὰ κακά Eur.);
10 med. волочиться (по земле) (ἐφελκομένοισι πόδεσσιν Hom.);
11 med.-pass. медлить, задерживаться (ἐφελκομένη ἐπικουρία Polyb.): οἱ ἐφελκόμενοι Her. отставшие (в пути);
12 med. приобретать, усваивать (τοὔμπαλιν οὗ βούλονται Xen.; δόξας κενάς Plut.);
13 med. присваивать себе (ὄνομά τι Plut.);
14 тж. med. привлекать, манить (ῥείθροισιν ἐφελκόμενος - v.l. ἐφεξόμενος - μαλακοῖσιν HH): αὐτὸς ἐφέλκεται ἄνδρα σίδηρος Hom. оружие само просится в руки человека; μὴ τούτῳ ἐφέλκεσθε Thuc. не давайте увлечь себя этим, т. е. не поддавайтесь этому соблазну.

Greek (Liddell-Scott)

ἐφέλκω: Ἰων. ἐπέλκω: μέλλ. ἐφέλξω Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 632: ἀλλ’ ὡς ἀόρ. α΄ ἐν χρήσει εἶναι τὸ ἐφείλκῠσα (πρβλ. ἕλκω). Σύρω κατόπιν μου, σύρω, ἐπ. τὰς οὐράς, ἐπὶ προβάτων μακρὰς ἐχόντων τὰς οὐράς, Ἡρόδ. 3. 113· τὴν ἀδελφεὴν… ἐπ’ ὕδωρ ἔπεμπον ἄγγος ἐπὶ τῇ κεφαλῇ ἔχουσαν καὶ ἐκ τοῦ βραχίονος ἵππον ἐπέλκουσαν καὶ κλώθουσαν λίνον ὁ αὐτ. 5. 12· ναῦς ὡς ἐξέλξω, θὰ «ῥυμουλκύσω», Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ., πρβλ. Θουκ. 4. 26· ἐφ. ξύλον, ἐπὶ ξύλου προσδεδεμένου εἰς τὸν πόδα, Πολύζηλος ἐν «Δημοτυνδάρεῳ» 1· τὰ ὀπίσθια σκέλη ἐφέλκουσιν ἐπὶ τὰ ἐμπρόσθια, ἐπὶ ἀρρώστων τροφιῶν ἵππων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 24, 2· ἐφ. τὰ ἰσχία αὐτόθι 6. 2) ἕλκω, σύρω μετ’ ἐμαυτοῦ ἢ κατόπιν μου (ἴδε κατωτ. ΙΙΙ. 4), πολλὰς ἐφέλκων ξυμφορὰς ἀμηχάνους Εὐρ. Μήδ. 552· Ἥλιος ἐφέλκων λαμπρὸν Ἑσπέρου φάος Ἴων 1149, Ἡρ. Μαιν. 776· μήτε τινὰ ἄλλην αἴσθησιν ἐφέλκων μηδεμίαν μετὰ τοῦ λογισμοῦ, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Πλάτ. ἐν Φιλ. 3) σύρω, καὶ μὴν ἐφέλκω καὶ ποτῆρ’ ἀσκοῦ μέτα (δηλ. ὡς εἰ ἦν ὁ ποτὴρ (τὸ ποτήριον) ἐφόλκιον τοῦ ἀσκοῦ) Εὐρ. Κύκλ. 151· ὡσαύτως ἐν τῷ Μέσῳ, Λουκ. ― Ἐν. χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν τῷ Παθ. καὶ Μέσῳ. ΙΙ. Παθ., ἑταῖροι, οἵ μιν ἄγον δι’ ἀγῶνος ἐφελκομένοισι πόδεσσιν, τῶν ποδῶν ἐπισυρομένων ἐπὶ τῆς γῆς, ἐπὶ νεκροῦ ἀποκομιζομένου ἐκ τῆς μάχης ὑπὸ τῶν ἑταίρων, Ἰλ. Ψ. 696· τὸ δ’ ἐφέλκετο μείλινον ἔγχος, δηλ. ἐσύρετο, Ν. 597· ὁ δὲ λίθος ὄπισθεν ἐπελκόμενος, συρόμενος ὄπισθεν (τῆς βάριδος), Ἡρόδ. 2. 96· τοὺς ἔρσενας τῶν καμήλων παραλύεσθαι ἐπελκομένους ὁ αὐτ. 3. 105· τοὺς ὑπολειπομένους καὶ ἐπελκομένους ἐφόνευον, τοὺς περιπλανωμένους, ὁ αὐτ. 4. 203, πρβλ. Πολύβ. 9. 40, 2. 2) προσελκύομαι, Ὁμ. Ὕμν. 18. 9· μηδὲ… τούτῳ ἐφέλκεσθε Θουκ. 1. 42. ΙΙΙ. Μέσ., ὡς τὸ ἐνεργ., σύρω, χωλαίνει καὶ ἐφέλκεται (δηλ. τὸν πόδα) Πλάτ. Νόμ. 795Β· τἆλλα ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 544Ε. 2) ἕλκω πρὸς ἐμαυτόν, προσελκύω, αὐτὸς γὰρ ἐφέλκεται ἄνδρα σίδηρος, ἡ ὄψις τοῦ σιδήρου προσελκύει τοὺς ἄνδρας, δηλ. φέρει αὐτοὺς εἰς τὸν πειρασμὸν νὰ κάμωσι χρῆσιν αὐτοῦ, Ὀδ. Π. 294, Τ. 13· ὕδωρ ἐπ’ ἑωυτὸν Ἡρόδ. 4. 50· ἐφ. τινὰ πρός τι Πολύβ. 9. 1 3· ἐφ. κάλλεϊ πάντας Ἀνθ. Πλαν. 288. 3) σύρω, «τραβῶ», τὴν θύραν ἐφελκύσασθαι Λουκ. Ἔρωτ. 16· προστιθέναι τὴν θύραν καὶ τὴν κλεῖν ἐφέλκεσθαι Λυσ. 92. 42· ἐφ. ὀφρῦς, συνοφρυοῦσθαι, Ἀνθ. Π. 7. 440· ἐφ. κατὰ τῆς κεφαλῆς τὸ ἱμάτιον Πλουτ. Καῖσ. 66. 4) ἐπιφέρω ἀποτελέσματα, πόλλ’ ἐφέλκεται φυγὴ κακὰ Εὐρ. Μήδ. 462· ὃ καὶ σίδηρον ἀγχόνας τ’ ἐφ. ὁ αὐτ. παρὰ Στοβ. 3. 36, στ. 26· τοὔμπαλιν οὐ βούλονται ἐφ. Ξεν. Κύρ. 8. 4, 32· πρβλ. ἀνωτ. 1. 2, 5) ἀξιῶ δι’ ἐμαυτόν, οἰκειοποιοῦμαι, ἀλλότριον κάλλος Πλάτ. Γοργ. 465Β· Μοῦσαν ὀθνείην Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 22. 4. 6) σύρω κατόπιν μού τινα ὡς ὑποδεέστερον, δηλ. ὑπερτερῶ, τινα κάρτεϊ Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1162.

English (Autenrieth)

drag to or after, pass., Il. 23.696; mid. (met.), draw to oneself, attract, Od. 16.294.

Greek Monolingual

ἐφέλκω, ιων. τ. ἐπέλκω)
σύρω, τραβώ προς το μέρος μου
αρχ.
1. σύρω, τραβώ κάτι πίσω από κάποιον
2. οδηγώ σέρνοντας («ἐκ τοῦ βραχίονος ἵππον ἐπέλκουσα», Ηρόδ.)
3. (για πλοίο) ρυμουλκώ («ναῦς ὥς ἐφέλξω», Ηρόδ.)
4. (για άρρωστα ζώα ή ανθρώπους) σέρνω τα πόδια (α. «τὰ ὀπίσθια σκέλη ἐφέλκουσιν ἐπὶ τὰ ἐμπρόσθια», Αριστοτ.
β. «ἐφελκομένοισι πόδεσσιν», Ομ. Ιλ.)
5. σύρω, τραβώ μαζί μου, παρασύρω («ἐφέλκων ἄλλην αἴσθησιν μετὰ τοῦ λογισμοῦ», Πλάτ.)
6. μέσ. ἐφέλκομαι
παρασύρομαι
7. αποτελειώνω ποτό, κατεβάζω μονορούφι («καὶ μὴν ἐφέλκω καὶ ποτῆρ' ἀσκοῦ μέτα», Ευρ.)
8. (για χρόνο) αναβάλλω, παρατραβώ («ἐφελκῡσαι πλείους ἡμέρας», Θεόφρ.)
9. (γ' πρόσ. παθ.) ἐφέλκεται
(για πληρωμές) καθυστερείται
10. (ουδ. μτχ. ενεστ. στον πληθ.) τὰ ἐφελκόμενα
τα καθυστερούμενα
11. (αρσ. μτχ. ενεστ. στον πληθ.) οἱ ἐπελκόμενοι
(στον στρατό) οι στρατιώτες που αποσπώνται από την ομάδα και μένουν πίσω, οι βραδυπορούντες («τοὺς ὑπολειπομένους καὶ ἐπελκομένους ἐφόνευον», Ηρόδ.)
12. φρ. «ἐπελκομένη προθυμία» — η καθυστερημένη, η αργοπορημένη προθυμία
13. παθ. παρασύρομαι («μηδέ... τούτῳ ἐφέλκεσθαι», Θουκ.)
14. (μέσ. ως ενεργ.) α) σύρω («χωλαίνει καὶ ἐφέλκεται [τὸν πόδα]», Πλάτ.)
β) σύρω προς το μέρος μου, προσελκύω («ἐφέλκεται ἄνδρα σίδηρος», Ομ. Οδ.)
γ) (για πράγματα) τραβώ, φέρνω προς το μέρος μου («τὴν θύραν ἐφελκύσασθαι», Λουκιαν.)
15. φρ. «ἐφέλκομαι τὰς ὀφρῡς» — συνοφρυώνομαι
16. μέσ. α) μτφ. συνεπάγομαι κακά, επιφέρω δυσάρεστα αποτελέσματα («ἐφέλκεται κινδύνους», Ισοκρ.)
β) αξιώνω κάτι για τον εαυτό μου, θεωρώ δικό μου, οικειοποιούμαι («ἐφέλκεται ἀλλότριον κάλλος», Πλάτ.)
γ) σύρω κάποιον πίσω μου ως κατώτερο, υπερτερώ
δ) γραμμ. έλκω, τραβώ στο τέλος της λέξεως, τίθεμαι ως επίθημα («τὸ νῡ δι' εὐφωνίαν ἐφέλκεται», Δημήτρ.)
17. φρ. «ἐφέλκομαι ἄσθμα» — παίρνω βαθιά αναπνοή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἕλκω.
ἐφελκῶ, -όω (Α)
επιγρ. ἐφέλκω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. του εφέλκω].

Greek Monotonic

ἐφέλκω: Ιων. ἐπ-, μέλ. ἐφέλξω· αλλά, αόρ. αʹ ἐφείλκῠσα (πρβλ. ἕλκω
I. τραβώ, ρυμουλκώ, σέρνω πίσω μου, ἐπ. τὰς οὐράς, λέγεται για πρόβατα με μακριά ουρά, σε Ηρόδ.· ἵππονἐκ τοῦ βραχίονος ἐπ., στον ίδ.· ναῦς ὡς ἐφέλξω, θα ρυμουλκήσω, σε Ευρ.
2. έλκω, παρασύρω στο διάβα μου, στον ίδ.
3. πίνω μονορούφι, στον ίδ.
II. 1. Παθ., ἐφελκομένοισι πόδεσσι, με τα πόδια να σύρονται από πίσω του, λέγεται για κάποιον που σύρεται άψυχος, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐφέλκετο ἔγχος, δηλ. που «κολλούσε» στο χέρι του, στο ίδ.· ἐπελκόμενος, αυτός που τραβιέται πίσω από, λέγεται για βάρκα, σε Ηρόδ.· οἱ ἐπελκόμενοι, αυτοί που βραδυπορούν στο στράτευμα, «ξεκομμένοι», στο ίδ.
2. προσελκύομαι, σε Ομηρ. Ύμν., Θουκ.
III. 1. Μέσ., τραβώ προς το μέρος μου, έλκω, σύρω, αὐτὸς γὰρ ἐφέλκεται ἄνδρα σίδηρος, η θέα των όπλων έλκει τους άνδρες, δηλ. τους προκαλεί να τα χρησιμοποιήσουν, σε Ομήρ. Οδ.
2. τραβώ ή προσελκύω, σε Πλούτ.· ἐφ. ὀφρῦς, συνοφρυώνομαι, σε Ανθ.
3. επιφέρω αποτελέσματα, σε Ευρ., Ξεν.
4. αξιώνω για τον εαυτό μου, οικειοποιούμαι, σε Πλάτ., Θεόκρ.

Middle Liddell

ionic ἐπ- fut. ἐφέλξω aor1 ἐφείλκυσα [the aor1in use is ἐφείλκυσα] [cf. ἕλκω
I. to draw on, drag or trail after one, ἐπ. τὰς οὐράς, of long-tailed sheep, Hdt.; ἵππον ἐκ τοῦ βραχίονος ἐπ. to lead a horse by a rein upon the arm, Hdt.; ναῦς ὡς ἐφέλξω will take in tow, Eur.
2. to bring on, bring in its train, Eur.
3. to drink off, Eur.
II. Pass., ἐφελκομένοισι πόδεσσι with feet trailing after him, of one who is dragged lifeless away, Il.; ἐφέλκετο ἔγχος, i. e. sticking in his hand, Il.; ἐπελκόμενος trailing behind, of a boat, Hdt.; οἱ ἐπελκόμενοι the stragglers of an army, Hdt.
2. to be attracted, Hhymn., Thuc.
III. Mid. to draw to oneself, attract, αὐτὸς γὰρ ἐφέλκεται ἄνδρα σίδηρος the very sight of arms attracts men, i. e. tempts them to use it, Od.
2. to draw or pull over, Plut.; ἐφ. ὀφρῦς to frown, Anth.
3. to bring on consequences, Eur., Xen.
4. to assume, Plat., Theocr.

Lexicon Thucydideum

trahere post se, to draw after oneself, 4.26.8 (de natatoribus concerning swimmers),
PASS. allici, to entice, attract, 1.42.4, [nonnulli codd. several manuscripts ἐφέλκεσθαι].