ἐφόδια

English (LSJ)

τά, v. ἐφόδιον.

Greek (Liddell-Scott)

ἐφόδια: τά, ἴδε ἐφόδιον.

Russian (Dvoretsky)

ἐφόδια: τά pl. к ἐφόδιον.

English (Woodhouse)

support