ἑλίτροχος
English (LSJ)
ἑλίτροχον, (ἑλίσσω) whirling the wheel round, σύριγγες ἑ. A.Th. 205 (lyr.).
Spanish (DGE)
-ον
que hace girar las ruedas del carro ὅτε τε σύριγγες ἔκλαγξαν ἑλίτροχοι A.Th.205.
German (Pape)
[Seite 798] σύριγγες, radumwälzend, Aesch. Spt. 205.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui fait tourner des roues.
Étymologie: ἑλίσσω, τροχός.
Russian (Dvoretsky)
ἑλίτροχος: вращающий колеса (σύριγγες Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
ἑλίτροχος: -ον, (ἑλίσσω), σύριγγες... ἑλίτροχοι, «περὶ ἃς ἑλίσσονται οἱ τροχοί» (Σχόλ.), Αἰσχύλ. Θήβ. 205.
Greek Monotonic
ἑλίτροχος: -ον (ἑλίσσω), αυτός που περιστρέφει τον τροχό, σε Αισχύλ.
Frisk Etymological English
See also: s. ἕλιξ.
Middle Liddell
Frisk Etymology German
ἑλίτροχος: {helítrokhos}
See also: s. ἕλιξ.
Page 1,496