ἔγκλεισις

Greek (Liddell-Scott)

ἔγκλεισις: -εως, ἡ, τὸ ἐγκλείειν, Γ. Παχυμ. τ. Β΄, σ. 442. 16, ἔκδ. Β.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ encierro τῶν κατὰ γῆς ὑδάτων καὶ πνευμάτων Eust.695.36.