ἔκπρισμα

English (LSJ)

-ατος, τό, that which is sawn out, Arist.GC316a34; section sawn out of cylinder, Hero *Deff.97 (pl.).

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 lo desprendido al serrar, partícula de serrín εἴ τι διαιρουμένου οἷον ἔ. γίνεται τοῦ σώματος Arist.GC 316a34.
2 geom. sección ἐκπρίσματα ... κυλίνδρων Hero Def.97.
3 talla referido a ídolos o amuletos religiosos λίθου ψυχρὸν ἔ. A.Mart.7.16.

German (Pape)

[Seite 776] τό, das Ausgesägte, Arist. de generat. anim. 1, 2.

Russian (Dvoretsky)

ἔκπρισμα: ατος τό опилки Arst.

Greek (Liddell-Scott)

ἔκπρισμα: τό, πριονίδι, Ἀριστ. π. Γεν. καὶ Φθορᾶς 1. 2, 15.

Greek Monolingual

ἔκπρισμα, το (Α)
1. αυτό που κόβεται με πριόνι
2. πριονισμένο τμήμα κυλίνδρου.