ἔμπλητο

English (LSJ)

V. ἐμπίμπλημι.

French (Bailly abrégé)

3ᵉ sg. poét. impf. Moy. de ἐμπίπλημι.

Russian (Dvoretsky)

ἔμπλητο: эп. 3 л. sing. impf. med. к ἐμπίπλημι.

Greek (Liddell-Scott)

ἔμπλητο: ἔμπληντο, γ΄ ἑνικ. καὶ γ΄ πληθ. Ἐπ. ἀορ. β΄ τοῦ ἐμπίπλημι.

English (Autenrieth)

see ἐμπίπλημι.

Greek Monotonic

ἔμπλητο: Επικ. Παθ. γʹ ενικ. αορ. βʹ του ἐμπίπλημι.