ἔπιπλον

English (LSJ)

τό, v. ἔπιπλα.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
d'ord. au plur. τὰ ἔπιπλα;
mobilier, meubles.
Étymologie: ἐπίπλοος¹.

Russian (Dvoretsky)

ἔπιπλον: τό Isae. малоупотреб. sing. к ἔπιπλα.

Greek (Liddell-Scott)

ἔπιπλον: τό, ἴδε ἔπιπλα.

Greek Monotonic

ἔπιπλον: ἐπίπλοον, τό, βλ. ἔπιπλα, ἐπίπλοα.