τό, v. ἔπιπλα.
ου (τό) :d'ord. au plur. τὰ ἔπιπλα;mobilier, meubles.Étymologie: ἐπίπλοος¹.
ἔπιπλον: τό Isae. малоупотреб. sing. к ἔπιπλα.
ἔπιπλον: τό, ἴδε ἔπιπλα.
ἔπιπλον: ἐπίπλοον, τό, βλ. ἔπιπλα, ἐπίπλοα.