ἕξπους

English (LSJ)

ὁ, ἡ, = ἑξάπους, Pl.Com.242.

German (Pape)

[Seite 889] sechsfüßig, VLL. aus Plat. com.; vgl. Lob. Phryn. 414.

Greek Monolingual

ἕξπους, -ουν (Α)
εξάπους.