Ἐριδίμιος

English (LSJ)

ὁ, epithet of Zeus at Rhodes, Hsch. (Cf. Ἐρεθίμιος.)

Greek (Liddell-Scott)

Ἐριδίμιος: «Ζεὺς ἐν Ρόδῳ» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

Ἐριδίμιος, ὁ (Α)
επίθ. του Διός στη Ρόδο.