ἡλίασις

English (LSJ)

(A), ἡλιάσεως, ἡ, = ἡλίωσις, exposure to the sun, Gal.4.807 (pl.), D.C.59.7, Gp.7.1.3.
(B), ἡλιάσεως, ἡ, sitting in the Heliaea (Ἡλιαία), Jusj. ap. D.24.150.

German (Pape)

[Seite 1160] ἡ, l) das Sonnen, der Sonnenschein, πί λους φορεῖν, ἵνα μὴ τῇ ἡλιάσει ταλαιπωρῶνται D. Cass. 59, 7, a. Sp. – 21 das Richteramt u. die Gerichtssitzung in der Heliaia, Dem. 24, 150 im Heliasteneide οὐδὲ δῶρα δέξομαι τῆς ἡλιάσεως ἕνεκα; Harpocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἡλίᾰσις: -εως, ἡ, = ἡλίωσις, ἔκθεσις εἰς τὰς ἀκτῖνας τοῦ ἡλίου, πίλους φορεῖν, ἵνα μὴ τῇ ἡλιάσει ταλαιπωρῶνται Δίων Κ. 59. 7.

Russian (Dvoretsky)

ἡλίᾰσις: εως ἡ обязанности гелиаста Dem.