ἡλοειδής

German (Pape)

[Seite 1163] ές, nagelartig, nagelförmig, Poll.

Greek (Liddell-Scott)

ἡλοειδής: -ές, ὅμοιος ἥλῳ. Πολυδ.

Greek Monolingual

ἡλοειδής, -ές (Α)
όμοιος με καρφί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήλος «καρφί» + -ειδής (< είδος), πρβλ. ρομβοειδής, σφαιροειδής].