ἡλοπαγής
English (LSJ)
ἡλοπαγές, (πήγνυμι) fixed with nails, Man.1.149.
German (Pape)
[Seite 1163] ές, mit Nägeln befestigt, Man. 1, 149.
Greek (Liddell-Scott)
ἡλοπᾰγής: -ές, (πήγνυμι) ἠσφαλισμένος, ἐστερεωμένος διὰ καρφίων, καρφωμένος, Μανέθων 1. 149.
Greek Monolingual
-ές (Α ἡλοπαγής, -ές)
ο στερεωμένος με καρφιά, ο καρφωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήλος «καρφί» + -παγής (< επάγην, αόρ. του πήγνυμαι), πρβλ. ξυλοπαγής, προσωποπαγής].