ἡμιτμής

English (LSJ)

ῆτος, ὁ, ἡ, = ἡμίτομος 1, Man.4.6.

Greek Monolingual

ἡμιτμής -ῆτος, ὁ, ἡ (Α)
ημιτμήξ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -τμης (< θ. τμη- του τέμνω, πρβλ. παθ. άορ. ε-τμή-θην), πρβλ. ιθυτμής, φλεβοτμής].