ἤϊος

English (LSJ)

ὁ, epithet of Phoebus, ἤϊε Φοῖβε Il.15.365, 20.152, h.Ap.120. (Prob. from the cry , , cf. ἰήϊος.)

German (Pape)

[Seite 1157] ὁ, Beiname des Phoibos, ἤϊε Φοῖβε, Il. 15, 365. 20, 152, nach Aristarch (Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 330) der Bogenschütze, ἥϊος, von ἵημι; nach Anderen = ἰήϊος (w. m. s.), od. von ἰή, ἤ, dem gewöhnlichen Anruf; – Andere denken an ἠΰς, der Gute, vgl. Franke zu H. h. Apoll. Del. 120.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
le puissant ou celui qui frappe de loin (Phœbus).
Étymologie: ἐΰς, ἠΰς ; sel. d'autres, de la R. Ἑ, lancer, envoyer, cf. ἵημι.

Greek Monolingual

ἤϊος, ὁ (Α)
(ως επίθ. του Φοίβου Απόλλωνος)
1. (κατά τον Αρίσταρχο) τοξότης, ακοντιστής
2. (κατ' άλλους) αγαθός («ἤϊε Φοῖβε», Ύμν. εις Απόλλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Πιθ. < επιφων. ή (πρβλ. ιήιος < επιφ. ιή). Η αναγωγή του στο ίημι από τους αρχαίους είναι μάλλον λαϊκή παρετυμολογική σύνδεση. Εξίσου απίθανη και η σύνδεση με το ηϊ- του ηϊ-κανός και με το ηώς, αν και η προκύπτουσα σημασία «πρωινέ» ταιριάζει με το προσδιοριζόμενο όνομα Φοίβε].

Greek Monotonic

ἤϊος: ὁ, επίθ. του Φοίβου· ἤϊε Φοῖβε, σε Ομήρ. Ιλ. (πιθανόν από την ιαχή , , πρβλ. ἰήϊος, εὔϊος).

Russian (Dvoretsky)

ἤϊος: ὁ adj. ἵημι метко разящий, по друг. εὔιος приветствуемый торжественными кликами ἢ ἤ (один из эпитетов Феба) Hom., HH.

Frisk Etymological English

See also: s. ἤϊε.

Frisk Etymology German

ἤϊος: {ḗïos}
See also: s. ἤϊε.
Page 1,626