ἰξία
English (LSJ)
ἡ, = ἰξός (mistletoe) 1, Thphr. HP 3.16.1, CP 2.17.1, prob. in Dsc. 3.89. = χαμαιλέων λευκός, pine thistle, Atractylis gummifera, Dsc. 3.8, Plin. HN 22.45 ; ἡ ἰ. ἡ ἐν Κρήτῃ Thphr. HP 9.1.3. = ἰξίας, Sch. Nic. Al. 279. = κιρσός, varicocele, Arist.HA 518b25, Pr. 878b37, Plu. 2.202b.
German (Pape)
[Seite 1255] ἡ, 1) die Mistel, eine Schmarotzerpflanze, auch ἰξός, Theophr. – 2) eine andere Pflanze, χαμαιλέων, Diosc. – 3) = κιρσός, Arist. H. A. 3, 11 E., Poll. 4, 196, Plut. Mar. 5.
Russian (Dvoretsky)
ἰξία: ἡ
1 бот. иксия (сорное растение с изменчивым цветом листьев) Plin.;
2 варикозное расширение вены (ἰ. γίνεται αἵματος νενοσηκότος Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἰξία: ἡ, = ἰξὸς Ι, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 7, 6. ΙΙ. τὸ φυτὸν χαμαιλέων, ἰδίως τὸ λευκὸν εἶδος, Διοσκ. 3. 10, Πλίν. 22. 21. 2) εἶδος Κρητικοῦ φυτοῦ, = τραγάκανθα, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 1, 3. ΙΙΙ. = κιρσός, varicocele, ἰξίην Ἱππ. 1240D (κοινὴ γραφ. ἴξιν), Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 11, 15., 3. 19, 11, Προβλ. 4. 20, κ. ἀλλ.
Greek Monolingual
η (Α ἰξία) ιξός
νεοελλ.
γένος φυτών της οικογένειας ιριδίδες
αρχ.
1. ο ιξός
2. το φυτό χαμαιλέων ο λευκός
3. είδος κρητικού φυτού, η τραγάκανθα
4. ο κιρσός.