ἰσήγορος

English (LSJ)

ἰσήγορον, enjoying equal right of speech, enjoying freedom of speech, Poll.6.174.

German (Pape)

[Seite 1263] gleichberechtigt zu sprechen, Poll. 6, 174.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσήγορος: -ον, ἔχων ἴσην ἐλευθερίαν ἐν τῷ λέγειν, Πολυδ. Ϛ,΄ 174.

Greek Monolingual

ἰσήγορος, -ον (Α)
αυτός που έχει ίση ελευθερία λόγου, που έχει ίσα δικαιώματα λόγου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -ήγορος (< ἀγορά) —το η- λόγω της συνθέσεως—, πρβλ. κατήγορος, συνήγορος].