ἰσόπαις

English (LSJ)

ὁ, ἡ, like a child, as of a child, ἰσχύς A.Ag.75 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1265] παιδος, einem Knaben gleich, ἰσχύς Aesch. Ag. 75.

French (Bailly abrégé)

παιδος (ὁ, ἡ)
d'enfant (propr. égal à un enfant).
Étymologie: ἴσος, παῖς.

Russian (Dvoretsky)

ἰσόπαις: παιδος adj. равный детскому, т. е. по-детски слабый, детский (ἰσχύς Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

ἰσόπαις: -δος, ὁ, ἡ, ἰσχὺν ἰσόπαιδα, ἰσχὺν ὁμοίαν τῇ ἰσχύϊ παιδίου, Αἰσχύλ. Ἀγ. 74.

Greek Monolingual

ἰσόπαις, -δος, ό, ἡ (Α)
όμοιος με παιδί ή με ιδιότητα παιδιού («ἰσχὺν ἰσόπαιδα» — δύναμη όμοια με τη δύναμη παιδιού, Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + παῖς].

Greek Monotonic

ἰσόπαις: -δος, ὁ, ἡ, ίσος με παιδί, δηλ. εξίσου αδύνατος, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

like a child, as of a child, Aesch.