ἰτητέον

English (LSJ)

= ἰτέον, Ar.Nu.131, Diph.31.

German (Pape)

[Seite 1274] = ἰτέον, man muß gehen, Ar. Nubb. 131 Diphil. B. A. 100.

Russian (Dvoretsky)

ἰτητέον: (ῐ) Arph. = ἰτέον.

Greek (Liddell-Scott)

ἰτητέον: ἰτέον, Ἀριστοφ. Νεφ. 131, Δίφιλ. ἐν Α. Β. 100, 12. ἰτητικός, ή, όν, = ἰταμός, ἰτητικώτατον ὁ θυμὸς πρὸς τοὺς κινδύνους, παρατολμότατος εἶναι ὁ θυμὸς πρὸς τοὺς κινδύνους, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 8, 10.

Greek Monotonic

ἰτητέον: = ἰτέον, σε Αριστοφ.