ἱερακοβοσκός
English (LSJ)
ὁ, hawk-feeder, falconer, PPetr.3p.239 (iii B.C.), Ael.NA7.9.
German (Pape)
[Seite 1240] Habichte, Falken ernährend, Ael. H. A. 7, 9.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
qui nourrit ou élève des éperviers, fauconnier.
Étymologie: ἱέραξ, βόσκω.
Greek (Liddell-Scott)
ἱερᾱκοβοσκός: ὁ, ὁ τρέφων ἱέρακας, Αἰλ. π. Ζ. 7. 9.
Greek Monolingual
ἱερακοβοσκός, ὁ (Α)
αυτός που τρέφει γεράκια, ο γερακάρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιέραξ, -ακος + βοσκός.