ἱερομνάμων
English (LSJ)
Doric, Arc. for ἱερομνήμων.
Greek Monolingual
ο (ΑΜ ἱερομνήμων, Α δωρ. τ. ἱερομνάμων)
τίτλος που απονέμεται σε ιερείς
(νεοελλ.-μσν.) εκκλησιαστικό αξίωμα που έδιναν, κατά τη βυζαντινή εποχή κυρίως, σε διακόνους και, σπάνια, σε ιερείς ή λαϊκούς
αρχ.
1. αυτός που γνώριζε τα σχετικά με τη θεία λατρεία
2. ο αντιπρόσωπος τών αμφικτυονικών πόλεων στο δελφικό συνέδριο
3. ο άρχοντας που φρόντιζε για τις θυσίες («ἐπὶ ἱερομνήμονος... Δαμάγητος», Δημοσθ.)
4. στον πληθ. oἱ ἱερομνήμονες
δημόσιοι λειτουργοί που ασκούσαν καθήκοντα γραμματέων
5. (στη Ρώμη) ποντίφικας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)- + -μνήμων (< μνήμων < μιμνῄσκω), πρβλ. αειμνήμων, πολυμνήμων.