ἱκέσθαι

French (Bailly abrégé)

inf. ao.2 de ἱκνέομαι.

Greek Monotonic

ἱκέσθαι: απαρ. αορ. βʹ του ἱκνέομαι· ἱκέσθω, γʹ ενικ. προστ.

Russian (Dvoretsky)

ἱκέσθαι: inf. aor. 2 ἱκνέομαι.