ἴμεναι [ῐ], Ep. inf. of εἶμι (ibo).
1ᵉ pl. de εἶμι;inf. prés. épq. de εἶμι.
ἴμεν:1 1 л. pl. к εἶμι;2 эп. inf. к εἶμι.
ἴμεν: ἴμεναι ῐ, Ἐπικ. ἀπαρ. τοῦ εἶμι.
ἴμεν:I. αʹ πληθ. του εἶμι (ibo), II. ἴμεν, ἴμεναι [ῐ], Επικ. απαρ. του εἶμι.