ἴμεν

English (LSJ)

ἴμεναι [ῐ], Ep. inf. of εἶμι (ibo).

French (Bailly abrégé)

1ᵉ pl. de εἶμι;
inf. prés. épq. de εἶμι.

Russian (Dvoretsky)

ἴμεν:
1 1 л. pl. к εἶμι;
2 эп. inf. к εἶμι.

Greek (Liddell-Scott)

ἴμεν: ἴμεναι ῐ, Ἐπικ. ἀπαρ. τοῦ εἶμι.

Greek Monotonic

ἴμεν:I. αʹ πληθ. του εἶμι (ibo), II. ἴμεν, ἴμεναι [ῐ], Επικ. απαρ. του εἶμι.