ὀνομαστέον
English (LSJ)
one must name, Pl.Cra.387d.
Greek (Liddell-Scott)
ὀνομαστέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ὀνομάζω, δεῖ ὀνομάζειν, Πλάτ. Κρατ. 387D.
French (Bailly abrégé)
adj. verb. de ὀνομάζω.
one must name, Pl.Cra.387d.
ὀνομαστέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ὀνομάζω, δεῖ ὀνομάζειν, Πλάτ. Κρατ. 387D.
adj. verb. de ὀνομάζω.