ὀρθοκρισία
German (Pape)
[Seite 374] ἡ, grades, gerechtes Urtheil, Cyrill.
Greek (Liddell-Scott)
Greek Monolingual
ὀρθοκρισία, ἡ (Α)
ορθή, δίκαιη κρίση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + -κρισία (< -κρίσις < κρίνω), πρβλ. κακοκρισία].
[Seite 374] ἡ, grades, gerechtes Urtheil, Cyrill.
ὀρθοκρισία, ἡ (Α)
ορθή, δίκαιη κρίση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + -κρισία (< -κρίσις < κρίνω), πρβλ. κακοκρισία].