ὀσμάδος, ἡ, = ὄνοσμα, Dsc.3.131.
[Seite 396] άδος, ἡ, ein wohlriechendes Kraut, auch ὄνοσμα, ὄνωνις genannt, Diosc.
ὀσμάς: -άδος, ἡ, = ὄνοσμα, ὄνομα βοτάνης, Διοσκ. 3. 147, ἐκ τῶν νόθων.
ὀσμάς, -άδος, ἡ (Α) οσμήονομασία φυτού.