ὁλκαία

English (LSJ)

ἡ, v. ὁλκαῖος ΙΙ.

German (Pape)

[Seite 323] ἡ, u. ὁλκαῖον, τό, s. unter ὁλκαῖος.

Greek (Liddell-Scott)

ὁλκαία: ἡ, ἴδε τὸ ἑπόμ. 2: - ὁλκαῖον, τὸ, ἰδὲ ἐν λέξ. ὁλκεῖον.

Greek Monolingual

ὁλκαία, ιων. τ. ὁλκαίη, ἡ (Α)
βλ. ολκαίος.