ὁλοπόρφυρος
English (LSJ)
ὁλοπόρφυρον, all purple, X.Cyr.8.3.13, LXX Nu.4.7, Plu.2.180e.
German (Pape)
[Seite 326] ganz purpurn, Xen. Cvr. 8, 3, 13.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
teint de pourpre.
Étymologie: ὅλος, πορφύρα.
Russian (Dvoretsky)
ὁλοπόρφῠρος:
1 весь пурпурный (κάνδυς Xen.);
2 одетый в пурпур Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ὁλοπόρφῠρος: -ον, ὅλος πορφυροῦς, καταπόρφυρος, Ξεν. Κύρ. 8. 3, 13, Πλούτ. 2. 180Ε.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ ὁλοπόρφυρος, -ον)
ο εντελώς πορφυρός, καταπόρφυρος, κατακόκκινος.
Greek Monotonic
ὁλοπόρφῠρος: -ον (πορφύρα), αυτός που είναι ολόκληρος βαμμένος με πορφύρα, σε Ξεν.