ὁμόκοιτος
English (LSJ)
ὁμόκοιτον, = ὁμόλεκτρος, Hld.6.8, etc. :—fem. ὁμόκοιτις, ἡ, to explain ἄκοιτις, Pl.Cra.405d.
German (Pape)
[Seite 337] zusammen liegend, -schlafend, Gatte, Gattinn, Heliod. 6, 8 u. a. Sp., wie Schol. Aesch. Pers. 686.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμόκοιτος: -ον, = ὁμόλεκτρος, Ἡλιόδ. 6. 8, κλ.· ― ὁμόκοιτις, ἡ, πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ ἄκοιτις, Πλάτ. Κρατ. 405D.
Greek Monolingual
ὁμόκοιτος, -ον (Α)
αυτός που κοιμάται στην ίδια κλίνη μαζί με κάποιον άλλο, ο συγκοιμώμενος, ο σύζυγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + κοίτη «κρεβάτι»].