ὁρμητός

English (LSJ)

ὁρμητή, ὁρμητόν, set in motion, τὸ [τῆς διανοίας] ὁρμητόν that which is set in motion by... M.Ant.9.28.

Greek (Liddell-Scott)

ὁρμητός: -ή, -όν, ὁ εἰς κίνησιν τεθείς, τὸ [τῆς διανοίας] ὁρμητόν, τὸ ὑπὸ τῆς διανοίας κινούμενον, τὸ ἐπιθυμητόν, Μ. Ἀντωνῖν. 9. 28.

Greek Monolingual

ὁρμητός, -ή, -όν (Α) ορμώ
ο δεκτικός κινήσεως, αυτός τον οποίο μπορεί να κινήσει κάποιος.