Ep. for ὅσπερ, Il.7.114.
neutre de ὅσπερ ou masc. poét. p. ὅσπερ.
ὅπερ:1 n к ὅσπερ;2 эп. m = ὅσπερ.
ὅπερ: Ἐπικ. ἀντὶ ὅσπερ, Ἰλ. Ζ΄, 114.
see ὅσπερ.
ὅπερ: Επικ. αντί ὅσπερ.